πονος

πονος
    πόνος
    ὅ
    1) труд, работа, усилие, напряжение
    

μετὰ πολλοῦ πόνου Plat. и μαχρῷ πόνῳ Aesch. — с большим трудом;

    πόνον τίθεσθαι Hom. или παρέχειν τινί Plat. — заставлять кого-л. трудиться, доставить кому-л. хлопоты;
    τετραπλάσιον πόνον ἀναλίσκειν ἐπί τινι Plat. — затрачивать вчетверо больше труда на что-л.;
    μηδένα πόνον λαβών Her. — не затрачивая никакого труда;
    οἱ κατὰ τὰ σώματα πόνοι Plat. — телесные напряжения, физический труд

    2) дело, занятие
    

π. ἄλλος ἔπειγεν Hom. — другое дело звало (меня);

    ἐνάλιος π. Pind. — рыболовство;
    π. ὅ μέ φοβῶν Soph. — дело, не сопряженное с опасностями

    3) тягота, забота
    

(στρατιωτικοὴ πόνοι Xen.)

    π. πόνῳ πόνον φέρει погов. Soph. — одна забота порождает другую

    4) страдание, мучение, мука, боль, скорбь
    

(π. καὴ κήδεα Hom.)

    πόνους πονεῖν Soph. — испытывать страдания

    5) заболевание, болезнь
    

ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὅ π. Thuc. — за короткое время болезнь спускалась в грудную полость

    6) плод трудов, произведение
    

μελισσᾶν π. Pind. = τὸ μέλι;

    τεκτόνων π. Soph. = ἥ οἰκία;
    τοὺς πόνους τινὸς ἔχειν Xen. — пользоваться плодами чужих трудов

    7) битва, бой
    

(π. καὴ νεῖκος Hom.)

    ἔχειν πολὺν πόνον Hom. — вести большое сражение;
    ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ ὅ πολέμαρχος διαφθείρεται Her. — в этом-то сражении убит (был) полемарх


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "πονος" в других словарях:

  • πόνος — work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

  • πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του …   Dictionary of Greek

  • μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος …   Dictionary of Greek

  • πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • πόνε — πόνος work masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοις — πόνος work masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»